- ευώνυμος
- (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της Αυστραλίας. Καλλιεργούνται κυρίως ως καλλωπιστικά φυτά για το ωραίο φύλλωμά τους, το οποίο κιτρινίζει το φθινόπωρο, αλλά και για τον κοκκινωπό ή λευκό καρπό τους που ανοίγει πάνω στο φυτό και αφήνει να φαίνονται τα πορτοκαλιά σπέρματα. Από τα φυτά του γένους, ο ε. ο ιαπωνικός φτάνει σε ύψος μέχρι 3 μ. Είναι πολύκλαδος και έχει φύλλα απλά, αντίθετα, αντωοειδή, πράσινα σκούρα, γυαλιστερά στην πάνω επιφάνεια. Τα άνθη του είναι μικρά, χωρίς σημάδια, τετραμερή, λευκοπράσινα, κατά μασχαλιαίους κορύμβους· ο καρπός είναι κάψα, κοκκινωπή κατά το φθινόπωρο-χειμώνα. Πολλαπλασιάζεται κυρίως με σπόρους αλλά και με καταβολάδες και μοσχεύματα από ημιώριμο ξύλο. Αναπτύσσεται ζωηρά και με ευνοϊκές συνθήκες γρήγορα αλλά είναι ευπαθής στις ψώρες και στο ωίδιο. Αντέχει στις παραθαλάσσιες τοποθεσίες. Είναι θάμνος καλλωπιστικής αξίας και εκτιμάται για το ωραίο φύλλωμα και τους ζωηρόχρωμους καρπούς του. Έχουν δημιουργηθεί πολλές ποικιλίες, όπως με φύλλα αργυροποίκιλτα λευκόχειλα, χρυσίζοντα, μικροσκοπικά, οι οποίες δέχονται το κούρεμα και φυτεύονται στους κήπους, είτε ομαδικά (μπορντούρες ψαλιδιζόμενες) είτε μεμονωμένα (για τη διαμόρφωση τυπικών σχημάτων). Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει τρία φυλλοβόλα είδη: ε. τον πλατύφυλλο, ε. τον τυλώδη και ε. τον ευρωπαίο, ο οποίος στη δυτική Ευρώπη φυτεύεται στους κήπους ως καλλωπιστικός.
Αριστερά, ο ευώνυμος ο ευρωπαίος, φυλλοβόλο είδος της ελληνικής χλωρίδας, που στη δυτική Ευρώπη φυτεύεται σε κήπους ως καλλωπιστικός. Δεξιά, το φυτό ευώνυμος ο ιαπωνικός που φτάνει σε ύψος μέχρι 3 μ., αντέχει στις συνθήκες των παραθαλλάσιων περιοχών και φυτεύεται για το ωραίο φύλλωμα και τους ζωηρόχρωμους καρπούς του.
Αριστερά, ο ευώνυμος ο ευρωπαίος, φυλλοβόλο είδος της ελληνικής χλωρίδας, που στη δυτική Ευρώπη φυτεύεται σε κήπους ως καλλωπιστικός. Δεξιά, το φυτό ευώνυμος ο ιαπωνικός που φτάνει σε ύψος μέχρι 3 μ., αντέχει στις συνθήκες των παραθαλλάσιων περιοχών και φυτεύεται για το ωραίο φύλλωμα και τους ζωηρόχρωμους καρπούς του.
Από την εφέδρα εξάγεται ένα αλκαλοειδές, η εφεδρίνη, που χρησιμοποιείται στην ιατρική σε καρδιακές ανωμαλίες.
Είδος ευώνυμου, ενός καλλωπιστικού θάμνου κατάλληλου για τη διαμόρφωση ψαλιδιζόμενων περιχειλωμάτων ή τυπικών σχημάτων (φωτ. Φ.Ν. Ταμβάκη).
* * *-η, -ο (ΑΜ εὐώνυμος, -ον)1. (κατ' ευφ.) αριστερός, ζερβός («το ευώνυμον κέρας»)2. φρ. «εξ ευωνύμων» — από αριστεράνεοελλ.βοτ. το αρσ. ως ουσ. ο ευώνυμοςγένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη κηλαστρώδη, οικογένεια κηλαστρίδεςμσν.-αρχ.φρ. «ὁ ἐξ εὐωνύμων»α) αυτός που βρίσκεται σε κατώτερη μοίραβ) εκκλ. αυτός που λόγω αμαρτιών φέρει ευθύνη, που πρέπει να τιμωρηθείαρχ.1. αυτός που έχει καλό όνομα, έντιμος, περίφημος2. αυτός που έχει εκφραστεί καλά3. ευτυχής4. αυτός που προοιωνίζεται καλά, ευτυχή πράγματα, ο ευοίωνος5. (για οιωνούς) αυτός που έρχεται από αριστερά, ο κακός οιωνός (τους οιωνούς που έρχονταν από αριστερά τούς θεωρούσαν κακούς, δυσμενείς)6. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐώνυμοςτο είδος Euonymus europeus, τού γένους Ευώνυμος, που είναι γνωστό με την κοινή ονομασία ασπρόξυλο.επίρρ...εὐώνυμα (Μ)από αριστερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ώνυμος (< όνομα), ευφημιστικό σύνθετο. Το -ω- οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. αν-ώνυμος)].
Dictionary of Greek. 2013.